μπέης

μπέης
ο
1) бей (титул); 2) тиран, деспот; 3) барин; тот, кто живёт барином

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπέης" в других словарях:

  • μπέης — Τουρκικός τίτλος ευγένειας. Τον απένεμαν σε ανώτερους αξιωματικούς, σε επίσημους ξένους και στα παιδιά των πασάδων. Παλιότερα ο β. ταυτιζόταν με τον υποτελή ηγεμόνα και ο τίτλος δινόταν κυρίως στους χριστιανούς ηγεμόνες, οι οποίοι διορίζονταν από …   Dictionary of Greek

  • μπέης — ο (λ. τουρκ.) 1. αφέντης, ανώτερος αξιωματούχος των Οθωμανών. 2. μτφ., αυταρχικός, άνθρωπος που του αρέσει η καλοπέραση: Είναι μπέης και βάζει τη γυναίκα του να του πλένει μέχρι και τα πόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπέης, Δημήτριος — (Έδεσσα 1928 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος Αθηνών για αρκετά χρόνια ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκε και με την… …   Dictionary of Greek

  • Αϊδίν μπέης — (13ος – 14ος αι. μ.Χ.). Εμίρης του κράτους των Σελτζουκιδών σουλτάνων του Ικονίου. Κατά τα τέλη του 13ου αι. όταν ήταν διοικητής ενός τμήματος της Λυδίας και μετά τον θάνατο του σουλτάνου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος. Ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • Κλοτ μπέης, Αντουάν — (Antoine Clot bey, 1793 – Μασσαλία 1868). Γάλλος γιατρός. Μολονότι ήταν πάμφτωχος, κατόρθωσε να σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, από το οποίο αποφοίτησε το 1820. Το 1825, προσκλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως αρχίατρος… …   Dictionary of Greek

  • Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… …   Dictionary of Greek

  • Αλή μπέης ο Έλληνας — (; – 1773).Μαμελούκος σουλτάνος της Αιγύπτου, ελληνικής καταγωγής. Γιος Έλληνα ιερέα από τη Μικρά Ασία, πουλήθηκε σκλάβος στους Μαμελούκους. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοιά τους και, μετά τον εξισλαμισμό του, τον απελευθέρωσαν. Ο Α.μ., που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Εβρενός, Γαζή μπέης — (; – 1417). Οθωμανός στρατιωτικός στην υπηρεσία των Οσμανιδών Τούρκων, τους οποίους βοήθησε σημαντικά στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του κράτους τους. Υπήρξε ο σπουδαιότερος συντελεστής της κατάκτησης των Βαλκανίων από τους Τούρκους. Το 1356 έλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Τογρούλ μπέης — Σουλτάνος της Περσίας, ιδρυτής του κράτους των Σελτζουκίδων Τούρκων (1055 63). Ήταν ανιψιός του Σελτζούκ ο οποίος τον αναγόρευσε σουλτάνο και διάδοχό του. Ο Τ. επιτέθηκε εναντίον του κράτους των Γαζνεβιδών, το οποίο και διέλυσε. Αμέσως μετά,… …   Dictionary of Greek

  • Τουραχάν μπέης — Τούρκος στρατηγός. Έζησε τον 15o αι. Ο T., για τον οποίο λέγεται ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, έδρασε στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ B’ και Μωάμεθ B’ και αρχικά υπηρέτησε ως διοικητής των Βοδενών. Το 1421, πήρε εντολή από τον φιλοπόλεμο Μουράτ… …   Dictionary of Greek

  • Χαμδή μπέης, Οσμάν — (1842 – 1910). Τούρκος καλλιτέχνης και αρχαιολόγος. Σπούδασε στο Παρίσι ζωγραφική και όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τη Γαλλίδα σύζυγό του, το 1882 ίδρυσε Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία διηύθυνε ο ίδιος. Ταυτόχρονα, ως διοργανωτής της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»